μαγιάπριλο

μαγιάπριλο
το
1. η εποχή που περιλαμβάνει τους μήνες Μάιο και Απρίλιο, αλλ. απριλομάης
2. (ποιητ.) η άνοιξη
3. φρ. «τα μαγιάπριλα τής ζωής» — το λυκαυγές τής ζωής, η νεότητα, η νεανική ηλικία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαγιάπριλο — το 1. το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει τους δύο μήνες Απρίλη, Μάη, ο Απριλομάης. 2. (ποιητ.), η Άνοιξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”